νοτερό

νοτερό
nemli, ıslak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοτερός — ή, ό (ΑΜ νοτερός, ά, όν) γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.) μσν. (για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν η υγρασία. επίρρ... νοτερά με… …   Dictionary of Greek

  • νοτίζω — (ΑΜ νοτίζω) [νότος] καθιστώ κάτι υγρό ή νοτερό, υγραίνω, διαβρέχω 2. καθίσταμαι υγρός, διαβρέχομαι («ο τοίχος νότισε») 3. ουρώ («το μωρό νότισε το στρώμα») αρχ. ιδρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”